αγκωνίτσα

αγκωνίτσα
η [αγκωνή]
μικρή αγκωνή*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγκωνή — η 1. η γωνία σε αντιδιαστολή προς τις πλευρές της 2. ο χώρος γύρω από γωνία σε αντιδιαστολή προς την υπόλοιπη έκταση 3. απόμερη θέση, άκρη, γωνιά 4. η γωνιά τού τζακιού, ως η καλύτερη και τιμητικότερη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκών + γωνία, αντί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”